- κυνοφθαλμίζομαι
- κυνοφθαλμίζομαι (Α)κοιτάζω με ιταμότητα και αναίδεια σαν σκύλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)-* + ὀφθαλμίζομαι (< ὀφθαλμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνοφθαλμιζόμενοι — κυνοφθαλμίζομαι look impudent pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοφθαλμιζόμενος — κυνοφθαλμίζομαι look impudent pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοφθαλμίζεται — κυνοφθαλμίζομαι look impudent pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοφθαλμίζοιτο — κυνοφθαλμίζομαι look impudent pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek